ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ 1923 – 1981      |      ΣΑΔΑΣ ΠΕΑ – ΤΜΗΜΑ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ 1923 – 1981
ΣΑΔΑΣ ΠΕΑ – ΤΜΗΜΑ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ
ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ 1923 – 1981
ΣΑΔΑΣ ΠΕΑ – ΤΜΗΜΑ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (ΚΑΙΤΗ) ΔΟΥΣΗ
ΑΘΗΝΑ 1929 - 2016
Α.Μ. ΤΕΕ   5390

ΣΠΟΥΔΕΣ

Διπλωματούχος Αρχιτέκτων, Σχολή Αρχιτεκτόνων Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) 1948 - 1953

 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ

Άδεια άσκησης επαγγέλματος 1953

Ελεύθερο επάγγελμα – Αρχιτεκτονική 1953 – 1955

 Δημόσιος Τομέας – Υπουργείο Δημοσίων Έργων -ΥΧΟΠ - ΥΠΕΧΩΔΕ 1955 – 1989

Εργογραφία της Αικατερίνης Δούση

Η Αικατερίνη (Καίτη) Δούση, γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1929.

 

Ήταν κόρη του δασκάλου του Αμαρουσίου Ευάγγελου Δούση και της Μαρίκας, το γένος Καλλίτση. Με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Βενιέρη απέκτησε τρεις κόρες, την Μαριλένα Βενιέρη, αρχιτέκτονα, την Λυδία Βενιέρη, εικαστικό και την Γιάννα Βενιέρη, αρχαιολόγο.

 

Το 1948, πέρασε με επιτυχία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1953.

 

Υπηρέτησε το Ελληνικό Δημόσιο από το 1955 μέχρι τη συνταξιοδότησή της με το βαθμό της Διευθύντριας, στo τέλος της δεκαετίας του ΄80.

Το 1955 διορίστηκε στο Πολεοδομικό Γραφείο Αθηνών και Περιχώρων του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων. Το 1978, ανέλαβε Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Εφαρμογών (Γ4) και στη συνέχεια της Διεύθυνσης Παραδοσιακών Οικισμών (Γ7) του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος και αργότερα της Διεύθυνσης Οικιστικής Πολιτικής και Κατοικίας (Γ6), από την οποία και αφυπηρέτησε.

Συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Υπουργείου σε συμβούλια και επιτροπές, μεταξύ των οποίων στο ΚΣΧΟΠ, στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στο Τεχνικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο ΔΙΚΑΤΣΑ καθώς και σε επιτροπές αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, όπως του Πανελλήνιου Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού Κατοικίας και Ιδεών Κατοικίας (1984) κ.α.

Μεταξύ πολλών άλλων εργάστηκε για τη σύνταξη και θεσμοθέτηση των ΓΟΚ (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) και την κήρυξη πολλών παραδοσιακών οικισμών ως διατηρητέων σε όλη την Ελλάδα, από την Πλάκα στην Αθήνα μέχρι τα Ζαγοροχώρια στην Ήπειρο, από την Κέρκυρα μέχρι τη Λέσβο, από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη.

 

Η Καίτη Δούση υπήρξε μία αρχιτέκτων που υπηρέτησε με συνέπεια τον πρωταρχικό της σκοπό που ήταν η προάσπιση του Δημόσιου συμφέροντος, η προστασία των πόλεων και του περιβάλλοντος από την άναρχη δόμηση και την κακονομία, η διάσωση των παραδοσιακών οικισμών αλλά και των αρχαιοτήτων, σε μια Ελλάδα ρημαγμένη αρχικά από τον πόλεμο και στη συνέχεια από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της αντιπαροχής.

 

Έφυγε από τη ζωή το 2016.

 

 

 

 

*Το υλικό της ανάρτησης παραχωρήθηκε στο Αρχείο από τις κόρες της  -τις οποίες ευχαριστούμε πολύ- την Άνοιξη του 2022. Οι ίδιες είχαν την τελική θεώρηση των κειμένων της ανάρτησης.

 

 

 

 

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

Καθώς η μητέρα μας Καίτη Δούση έφυγε από τη ζωή το 2016, η παρουσίαση της ζωής και του έργου της επιθυμούμε να ακολουθήσει πιστά τα στοιχεία εκείνα που χαρακτήριζαν την μακρόχρονη εργασιακή πορεία της στο Δημόσιο, και κυρίως τον συνδυασμό ολόπλευρης αφοσίωσης στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και ηθελημένης απουσίας προσωπικής προβολής.

 

Η Αικατερίνη (Καίτη) Δούση, γεννήθηκε στο Μαρούσι στις 20 Οκτωβρίου 1929. Ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά του Μαρουσιώτη δασκάλου Ευάγγελου Δούση και της Μαρίκας το γένος Καλλίτση.

Γεννήθηκε σε μία οικογένεια που ιεραρχούσε ψηλά τη μόρφωση –ο πατέρας της ως δάσκαλος του Αμαρουσίου σύμφωνα με τις διηγήσεις των Μαρουσιωτών έδωσε μάχη για να πηγαίνουν όλα τα παιδιά της κοινότητας στο σχολείο, ενώ το 1ο Δημοτικό Σχολείο Αμαρουσίου, στο οποίο ήταν διευθυντής, το αποκαλούσαν «το Σχολείο του Δούση». Ως αποτέλεσμα σπούδασαν και τα πέντε παιδιά της οικογένειας, τόσο τα τρία μεγαλύτερα αγόρια όσο και τα δύο μικρότερα κορίτσια.

Βίωσε, όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας της τον πόλεμο και τη Kατοχή, ενώ η ενεργή συμμετοχή των αδελφών της στην Εθνική Αντίσταση, φαίνεται ότι υπήρξε καθοριστική στις μετέπειτα επιλογές της, να αφοσιωθεί δηλαδή μέσα από τη δουλειά της, στην προάσπιση του Δημοσίου συμφέροντος και στην προστασία της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

 

Μετά την Κατοχή ολοκλήρωσε τη φοίτησή της στο Γυμνάσιο Αμαρουσίου και το 1948 ήταν μία από τις λίγες γυναίκες που πέρασε με επιτυχία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ως φοιτήτρια είχε την τύχη να διδαχθεί από πολύ σημαντικούς δασκάλους, όπως τον Αναστάσιο Ορλάνδο, τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Κώστα Κιτσίκη κ.α.

Αποφοίτησε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο τον Ιούνιο του 1953 και έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.

 

 

Για δύο περίπου χρόνια εργάστηκε ως αρχιτέκτων στο Τεχνικό Γραφείο του αδερφού της Γιώργου Δούση, Πολιτικού Μηχανικού.

 

Το 1955 διορίστηκε στο Πολεοδομικό Γραφείο Αθηνών και Περιχώρων της Υπηρεσίας Οικισμού  του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, όπου είχε την τύχη να δουλέψει με τον σπουδαίο πολεοδόμο Κώστα Μπίρη, Προϊστάμενο του Σχεδίου Πόλεως του Δήμου Αθηναίων. Η ηθική και το παράδειγμα του Κώστα Μπίρη επηρέασαν σημαντικά την μετέπειτα πορεία και της ίδιας ως προϊσταμένης.

 

Εκεί κατά τη διάρκεια των μελετών για την πλατεία Ομονοίας γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, αρχιτέκτονα Δημήτρη Βενιέρη.

 

Το 1978, ανέλαβε Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Εφαρμογών και Νομοθετικού Έργου (Γ4).

Μεταξύ των πολύ σημαντικών έργων που προσέφερε κατά τη διάρκεια της θητείας της στο Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, και από τη θέση της στο πολεοδομικό γραφείο Αθηνών και περιχώρων και στη συνέχεια στη Δ/νση Πολεοδομικών Εφαρμογών και Νομοθετικού Έργου (Γ4) ήταν η σύνταξη και θεσμοθέτηση όρων δόμησης – κανονισμών όπως ο ΓΟΚ (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) του 1973, οι όροι δόμησης σε εκτός σχεδίου περιοχές, ρυθμίσεις, τακτοποιήσεις, θέσπιση ειδικών όρων δόμησης, τροποποιήσεις σχεδίων, γνωμοδοτήσεις κλπ.

 

Παράλληλα, συμμετείχε ως ενεργό μέλος στην Ομάδα που εργάστηκε για τη σύσταση του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ – Ν. 1032/1980).

Ήταν εκείνη που, ως πρώτη της Διευθύντρια, οργάνωσε και στελέχωσε τη νεοσυσταθείσα Διεύθυνση Παραδοσιακών Οικισμών (Γ7).

Κατά τη θητεία της η Διεύθυνση Παραδοσιακών Οικισμών στελεχώθηκε με νέους μηχανικούς, πρόθυμους να αφοσιωθούν στις μελέτες για την προστασία των κτιρίων και των οικισμών, μέσα σε ένα ιδιαίτερα προοδευτικό κλίμα ενότητας, ομαδικού πνεύματος και συνεργασίας. Χαρακτηριστικό του έργου της διεύθυνσης της περιόδου αυτής ήταν η συνεργασία επιστημόνων από ένα μεγάλο εύρος ειδικοτήτων, εκτός των αρχιτεκτόνων, τοπογράφων και πολιτικών μηχανικών όπως κοινωνιολόγων, σεισμολόγων, συγκοινωνιολόγων και ζωγράφων, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την σφαιρικότερη και πολύπλευρη προσέγγιση του αντικειμένου.

Από τη θέση της ως διευθύντριας στη Δ/νση Παραδοσιακών Οικισμών (Γ7) συντέλεσε στην κήρυξη πλήθους παραδοσιακών οικισμών και μεμονωμένων κτιρίων ως διατηρητέων σε όλη την Ελλάδα, (ΦΕΚ 594/Δ/13-11-1978 ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ) από την Πλάκα στην Αθήνα (ΦΕΚ 617/Δ/8-11-1980) μέχρι τα Ζαγοροχώρια στην Ήπειρο (ΦΕΚ 615/Δ/1-11-1979), από την Κέρκυρα μέχρι τη Λέσβο, από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη.

 

Αφυπηρέτησε με το βαθμό της Διευθύντριας από τη Διεύθυνση Οικιστικής Πολιτικής και Κατοικίας (Γ6) το 1989.

 

Η Καίτη Δούση συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Υπουργείου σε συμβούλια και επιτροπές, μεταξύ των οποίων στο Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΚΣΧΟΠ), στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στο Τεχνικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο ΔΙΚΑΤΣΑ, σε υπηρεσιακά συμβούλια, καθώς επίσης και σε επιτροπές αρχιτεκτονικών διαγωνισμών (Πανελλήνιος Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός Κατοικίας και Ιδεών Κατοικίας, 1984, κ.ά.).

 

Υπηρέτησε πάντα με συνέπεια τον πρωταρχικό της σκοπό που ήταν η προάσπιση του Δημοσίου συμφέροντος, η προστασία των πόλεων και του περιβάλλοντος από την άναρχη δόμηση και την κακονομία, η διάσωση των παραδοσιακών οικισμών αλλά και των αρχαιοτήτων, ενώ δεν δίστασε να συγκρουστεί, όπου και όταν χρειάστηκε, με αποφάσεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας που έθεταν τα παραπάνω υπό διακινδύνευση.

 

Με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Βενιέρη απέκτησαν τρεις κόρες, την Μαριλένα Βενιέρη, αρχιτέκτονα, την Λυδία Βενιέρη, εικαστικό και την Γιάννα Βενιέρη, αρχαιολόγο. Παρ’ όλες τις δύσκολες απαιτήσεις της δουλειάς της και τις αμέτρητες ώρες εργασίας, δεν έλειψε ποτέ από το πλευρό των παιδιών της και υπήρξε μια υπέροχη γιαγιά – πρότυπο, για τις πέντε εγγονές της.

 

Έφυγε από τη ζωή στις 20 Νοεμβρίου 2016.

 

*Το υλικό της ανάρτησης παραχωρήθηκε στο Αρχείο από τις κόρες της  -τις οποίες ευχαριστούμε πολύ- την Άνοιξη του 2022. Οι ίδιες είχαν την τελική θεώρηση των κειμένων της ανάρτησης.

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

 

Η παρουσίαση της εργογραφίας ενός επιστήμονα Δημόσιου Υπαλλήλου, που αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στην θεσμοθέτηση της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, μπορεί να αναζητηθεί στις αναρίθμητες πρωτοκολλημένες Εισηγήσεις προς Γενικούς Διευθυντές και Υπουργούς, όπως επίσης και στις Εγκυκλίους, στις Υπουργικές Αποφάσεις και στα Προεδρικά Διατάγματα.

 

Όπως έλεγε η Καίτη Δούση, όλα αυτά αποτελούν προϊόν της συλλογικής δουλειάς των Αρχιτεκτόνων και Μηχανικών – Δημόσιων Υπαλλήλων του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, με τους οποίους είχε την τύχη να συνεργαστεί για την υλοποίησή τους.

 

Ως ενδεικτικό δείγμα της συλλογικής αυτής δουλειάς υπό τη διεύθυνση της Καίτης Δούση παρατίθεται εν προκειμένω απόσπασμα από την εισαγωγή της Μελέτης Προστασίας και Οργανώσεως Παραδοσιακών Οικισμών για την Κάλυμνο που ετοίμασε η Διεύθυνση Παραδοσιακών Οικισμών (Γ7) τον Οκτώβριο του 1981. Σε αυτήν αποτυπώνεται εν μέρει η ολιστική προσέγγιση της ομάδας σχετικά με την προστασία των παραδοσιακών οικισμών:

 

«….Οι κατευθύνσεις ενός νομοθετικού πλέγματος προστασίας και ανάπτυξης του οικισμού θα πρέπει να παίρνουν υπ΄όψη τους τόσο τις ανάγκες του για έργα υποδομής και κοινωνικού εξοπλισμού, όσο και την νομοτέλεια ότι οι οικισμοί γεννιούνται, ζουν, αναπτύσσονται και πεθαίνουν μαζί με τις ανάγκες που τους δημιουργούν.

Μόνο η ικανότητά τους σαν ζωντανών οργανισμών, να εξελίσσονται τους διατηρεί στη ζωή. Όμως προς την κατεύθυνση της εξέλιξής τους, χρειάζονται ενίσχυση και προστασία. Και σε μια εποχή που οι αξίες γίνονται αξιοποιήσεις, η ποσότητα και η ποιότητα της παρεχομένης προστασίας είναι καθοριστική για τη διατήρηση των παραδοσιακών οικισμών.

Και είναι προφανές πως είναι δυσκολότερη η προστασία και διατήρηση ενός ζωντανού και αναπτυσσόμενου οικισμού από ένα που λόγω της εγκατάλειψής του από τους κατοίκους του μουσειοποιήθηκε απ΄τα πράγματα…

Και πέρα από οποιαδήποτε νομοθετήματα η υπόθεση της διατήρησης των οικισμών αυτών είναι υπόθεση των κατοίκων τους. Και φυσικά του Κρατικού Φορέα που με συνέχεια και συνέπεια πρέπει να πείσει τους κατοίκους όχι μόνο για την αισθητική αλλά και για την λειτουργική αξία του κελύφους τους. Για τη δυνατότητά του να εξελιχθεί ώστε να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες. Για την ανθρώπινη κλίμακά του. Και για την ποιότητα ζωής που μπορεί να δώσει.»

 

ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΡΓΩΝ